- μαμ
- και μαμά και μαμμά, το1. (στη βρεφική γλώσσα) η τροφή, το φαγητό, και ιδίως το ψωμί2. φρ. «μαμ και νάνι» — λέγεται για κάποιον που δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για την ικανοποίηση τών αναγκών του.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής παιδικής γλώσσας (πρβλ. κοκό, βαβά)].
Dictionary of Greek. 2013.