μαμ

μαμ
και μαμά και μαμμά, το
1. (στη βρεφική γλώσσα) η τροφή, το φαγητό, και ιδίως το ψωμί
2. φρ. «μαμ και νάνι» — λέγεται για κάποιον που δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για την ικανοποίηση τών αναγκών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής παιδικής γλώσσας (πρβλ. κοκό, βαβά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • μαμμάν — μαμμᾱν (Α) [μάμμη] 1. νηπιακή λέξη για την τροφή 2. φρ. «μαμμᾱν αἰτεῑν» (για τα νήπια) αναζήτηση τροφής, μαμ μαμ …   Dictionary of Greek

  • μαμωνάς — και μαμμωνάς, ο (AM μαμωνάς και μαμμωνάς) (αραμ. λέξη) ο πλούτος νεοελλ. ως κύριο όν. Μαμ(μ)ωνάς ο θεός τού πλούτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αραμ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”